Χονγκ Κονγκ: Οι αναρχικοί στην αντίσταση κατά του νομοσχεδίου έκδοσης υπόπτων στην Κίνα

:

Εισαγωγή

Από το 1997, όταν έπαψε να αποτελεί την τελευταία αποικιακή κτήση της Μεγάλης Βρετανίας, το Χονγκ Κονγκ είναι κομμάτι της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ενώ διατηρεί ένα διακριτό πολιτικό και νομικό σύστημα. Τον Φεβρουάριο τέθηκε σε ψήφιση ένα μη δημοφιλές νομοσχέδιο, το οποίο θα καθιστούσε δυνατή την έκδοση φυγάδων από το Χονγκ Κονγκ σε χώρες με τις οποίες το Χονγκ Κονγκ δεν είχε προϋπάρχουσες συμφωνίες έκδοσης – συμπεριλαμβανομένης της ηπειρωτικής Κίνας. Στις 9 Ιουνίου, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι∙ στις 12 Ιουνίου διαδηλωτές συγκρούστηκαν σώμα με σώμα με την αστυνομία∙ στις 16 Ιουνίου δυο εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν σε μια από τις μεγαλύτερες πορείες στην ιστορία της πόλης. Η παρακάτω συνέντευξη με μια αναρχική κολεκτίβα του Χονγκ Κονγκ διερευνά το περιεχόμενο αυτού του κύματος διαμαρτυριών. Οι απεσταλμένοι μας κάνουν μια αναδρομή στις εμπειρίες μίας και πλέον δεκαετίας κοινωνικών κινημάτων, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν τα κίνητρα που παρακινούν τους συμμετέχοντες, και αναλύουν τις νέες μορφές οργάνωσης και υποκειμενοποίησης που καθορίζουν αυτή τη νέα αλληλουχία αγώνων.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι πιο πρόσφατοι λαϊκοί αγώνες έχουν ως επίκεντρό τους την αντίσταση κατά του Ντόναλντ Τραμπ και της άκρας δεξιάς. Στη Γαλλία το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων έχει κατεβάσει αναρχικούς, αριστερούς και ακροδεξιούς εθνικιστές στους δρόμους, που εναντιώνονται στην κεντρώα κυβέρνηση του Μακρόν, αλλά ταυτοχρόνως υπάρχει και μια αντιπαλότητα μεταξύ τους. Στο Χονγκ Κονγκ βλέπουμε ένα κοινωνικό κίνημα ενάντια σε ένα κράτος που κυβερνάται από την εξουσιαστική αριστερά. Τι προκλήσεις αντιμετωπίζουν οι αντίπαλοι του καπιταλισμού και του κράτους σε αυτό το πλαίσιο; Πώς μπορούμε να υπερκεράσουμε τους εθνικιστές, τους νεοφιλελεύθερους και τους πασιφιστές που πασχίζουν να ελέγξουν και να εκμεταλλευτούν τα κινήματά μας;

Σε μια εποχή που η επιρροή της Κίνας επεκτείνεται μέσα από τον ανταγωνισμό της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την παγκόσμια ηγεμονία, είναι σημαντικό να πειραματιστούμε με μοντέλα αντίστασης ενάντια στο πολιτικό μοντέλο που αυτή εκπροσωπεί, ενώ παράλληλα δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους νεοφιλελεύθερους και στους αντιδραστικούς να κεφαλαιοποιήσουν τη λαϊκή αντίσταση στην εξουσιαστική αριστερά. Οι αναρχικοί του Χονγκ Κονγκ βρίσκονται σε ιδανική θέση για να σχολιάσουν πάνω σε αυτά.

Η πρόσοψη του Αρχηγείου της Αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ στο Βαν Τσάι, καλυμμένη με αυγά το απόγευμα της 21ης Ιουνίου. Εκατοντάδες διαδηλωτές μπλόκαραν την είσοδο, απαιτώντας την άνευ όρων απελευθέρωση όλων όσοι είχαν συλληφθεί στο πλαίσιο του αγώνα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το πανό από κάτω γράφει «Καμία παράδοση». Φωτογραφία του KWBB από την Κολεκτίβα Τακ Τσεόνγκ Λέιν.


«Η αριστερά» έχει θεσμοποιηθεί και παροπλιστεί στο Χονγκ Κονγκ. Γενικά, οι «ακαδημαϊκοί» φιλελεύθεροι και οι «πολιτόφρονες» (citizenist) (1) δεξιοί στραγγαλίζουν κάθε άλλη αφήγηση όταν ξεσπούν διαμαρτυρίες, ειδικά στις περιπτώσεις που εμπλέκεται η ηπειρωτική Κίνα.

Στον αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο έκδοσης υπόπτων, η κλιμάκωση στο επίπεδο των τακτικών έχει καταστήσει δύσκολο για αυτές τις φράξιες να εκπροσωπήσουν ή να διευθύνουν το «κίνημα»; Έχει η εξέγερση υπερβεί ή υπονομεύσει την ικανότητά τους να διαμορφώσουν το αφήγημα; Τα γεγονότα του περασμένου μήνα προαναγγέλλουν παρόμοιες εξελίξεις στο μέλλον ή αυτό είναι ήδη ένα κοινό υπόγειο μοτίβο στον λαϊκό αναβρασμό στο Χονγκ Κονγκ;

Πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να καταλάβουν όλοι ότι –μέχρι στιγμής– αυτό που έχει συμβεί δεν μπορεί να νοηθεί κανονικά ως «κίνημα». Είναι υπερβολικά ατελές για κάτι τέτοιο. Αυτό που εννοώ είναι ότι, σε αντίθεση με το αποκαλούμενο Κίνημα της Ομπρέλας, το οποίο ξέφυγε πολύ γρήγορα από τον έλεγχο των βασικών αρχιτεκτόνων του (των διανοούμενων που έβγαλαν την ανακοίνωση «Καταλάβετε τον Κεντρικό Σταθμό με Αγάπη και Ειρήνη» έναν χρόνο νωρίτερα), ενώ παράλληλα συμμορφωνόταν με τις πασιφιστικές, πολιτόφρονες αρχές τις οποίες αυτοί είχαν σκιαγραφήσει, δεν υπήρχε καθοδηγητικό αφήγημα που να ενώνει τα γεγονότα τα οποία έχουν διαμειφθεί μέχρι τώρα, κανένα θεμελιώδες σύμβολο πίστης που να εξουσιοδοτεί –ή να καθαγιάζει– συγκεκριμένες μορφές δράσης ενώ προγράφει άλλες με σκοπό να καλλιεργήσει μια θεαματική, παραδειγματική πρόσοψη που να μπορεί να φωτογραφηθεί και να μεταδοθεί στις οθόνες όλου του κόσμου.

Η σύντομη απάντηση στην ερώτησή σου, λοιπόν, είναι… ναι, έως τώρα, κανείς δεν έχει εξουσιοδοτηθεί να μιλάει εκ μέρους του κινήματος. Όλοι πασχίζουν να συμβιβαστούν με την αναπτυσσόμενη μορφή υποκειμενικότητας που διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας, τώρα που οι επίσημες ηγετικές περσόνες των τάσεων στις οποίες αναφέρθηκες έχουν τσαλαπατηθεί και ως επί το πλείστον περιθωριοποιηθεί. Μιλάμε για την «ακαδημαϊκή» φράξια των φοιτητών, η οποία πλέον είναι γνωστή ως Demosisto, και για εκείνη των δεξιών «τοπικιστών» στις οποίες απαγορεύτηκε να συμμετάσχουν στο νομοθετικό συμβούλιο αφού πρώτα είχε ψηφιστεί να λάβουν μέρος.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τα προαισθήματά μας για αυτή την εμβρυακή μορφή υποκειμενικότητας και για τις συνθήκες από τις οποίες πηγάζει. Αυτές όμως δεν είναι παρά μονάχα κάποιες πρώτες σκέψεις. Οτιδήποτε και να συμβαίνει μπορούμε να πούμε ότι αναδύεται από ένα πεδίο στο οποίο όλοι οι ορατοί, αναγνωρισμένοι πρωταγωνιστές της προηγούμενης αλληλουχίας γεγονότων –συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών κομμάτων, των φοιτητικών συλλόγων, των δεξιών και λαϊκιστικών ομάδων– έχουν συντριβεί ή απονομιμοποιηθεί. Πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο παρεπιδημούν σκιές και το οποίο είναι στοιχειωμένο από φιγούρες, απόηχους και μουρμουρητά. Μέχρι στιγμής η κεντρική σκηνή παραμένει άδεια.

Αυτό σημαίνει ότι επιστρατεύονται οι επικρατέστεροι, «προεπιλεγμένοι» τρόποι κατανόησης για να καλύψουν τα κενά. Συχνά φαίνεται σαν να είμαστε σε τροχιά επανάληψης των θλιβερής αλληλουχίας γεγονότων που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια του Κινήματος της Ομπρέλας: - Φοβερή επίδειξη αστυνομικής βίας - Δημόσια κατακραυγή η οποία διατρανώνεται με τεράστιες διαδηλώσεις και επακόλουθες καταλήψεις, που έχουν οργανωθεί και νοούνται ως επιδείξεις (φαρισαϊκής) αρετής της κοινωνίας των πολιτών - Οι καταλήψεις αυτές μετατρέπονται σε τσιτωμένες, πουριτανικές και παρανοϊκές κατασκηνώσεις όπου επικρατεί μια ψύχωση με την αστυνόμευση των συμπεριφορών έτσι ώστε να συμμορφώνονται με το καθορισμένο σενάριο - Το κίνημα καταρρέει δίνοντας τη θέση του σε μια πενταετία απομάγευσης στις τάξεις της νεολαίας, η οποία, με τα εργαλεία που διαθέτει, δεν μπορεί να κατανοήσει την αποτυχία της να αποκτήσει καθολικό δικαίωμα ψήφου ως κάτι λιγότερο από εξευτελιστική ήττα.

Φυσικά, αυτή είναι απλώς μια πρόχειρη περιγραφή του Κινήματος της Ομπρέλας που ξεδιπλώθηκε πριν από μια πενταετία – και ακόμα και τότε υπήρχε μια αξιοσημείωτη ποσότητα «πλεονάσματος»: καινοτόμες και χειραφετητικές πρακτικές και συναντήσεις που το επίσημο αφήγημα δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Οι ε-μπειρίες αυτές θα πρέπει να ανασυρθούν και να ανακτηθούν, αν και δεν είναι εδώ ο χρόνος και ο τόπος για κάτι τέτοιο. Αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι άλλη μια σπουδή στη μυστικοποίηση κατά την οποία οι εθιμοτυπίες που τίθενται σε εφαρμογή κάθε φορά που ο κοινωνικός ιστός εισέρχεται σε κρίση μπορούν να ακυρώσουν τις αναδυόμενες δυνατότητες. Θα ήταν πρόωρο ωστόσο να υποδηλώσουμε ότι κάτι τέτοιο πρόκειται να συμβεί.

Μέσα από τις πρόχειρες και συχνά εξαιρετικά δυσάρεστες μελέτες μας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης της άκρας αριστεράς στη Δύση, έχουμε παρατηρήσει ότι πολύ συχνά η πληροφορία θυσιάζεται στον βωμό του πάθους μας για κυριαρχία στον τάδε ή τον δείνα αγώνα. Μεγάλο μέρος αυτού που περνιέται για «σχολιασμός» τείνει προς την πόλωση: ο ένας πόλος είναι η παθιασμένη επιδοκιμασία της δύναμης που διαθέτει η προλεταριακή ευφυΐα, ο άλλος είναι η κυνική καταγγελία της λαϊκιστικής της ανάκαμψης. Κανένας μας δεν μπορεί να υπομείνει την αγωνία της αναβολής μιας κρίσης για κάτι που υπερβαίνει τις γνώσεις μας και σπεύδουμε να βρούμε κάποιον που να μπορεί να μορφοποιήσει αυτή τη δύσχρηστη μάζα πληροφοριών σε μια επικεφαλίδα που να μπορούμε να κατανοήσουμε και να μεταβολίσουμε έτσι ώστε να μπορέσουμε να εκφράσουμε την υποστήριξη ή την ανησυχία μας.

Δεν διαθέτουμε πραγματικές απαντήσεις για όποιον θέλει να μάθει εάν θα πρέπει να ενδιαφερθεί για όσα διαδραματίζονται στο Χονγκ Κονγκ, σε αντίθεση με εκείνα που διαδραματίζονται, για παράδειγμα, στη Γαλλία, στην Αλγερία, στο Σουδάν. Θα εκλιπαρούσαμε όμως εκείνους που ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τι συμβαίνει να αφιερώσουν τον χρόνο τους στη διαμόρφωση μιας εικόνας για αυτή την πόλη. Παρόλο που δεν συμφωνούμε απολύτως με τις πολιτικές τους θέσεις και διατηρούμε ορισμένες ενστάσεις σχετικά με τα γεγονότα που παρουσιάζονται εκεί, υιοθετούμε οποιαδήποτε παρουσίαση των γεγονότων που τα σάιτ Ultra, Nao, Chuang έχουν προσφέρει μες στα χρόνια στο αγγλόφωνο κοινό. Το άρθρο του Ultra για το Κίνημα της Ομπρέλας είναι πιθανότατα η καλύτερη καταγραφή των γεγονότων που μπορεί να βρει κανείς μέχρι σήμερα.

Το πανό μας στις πορείες, το οποίο συνήθως βρίσκεται μπροστά από την ομάδα κρουστών μας. Γράφει «Δεν υπάρχουν “ενάρετοι πολίτες”, μονάχα δυνητικοί εγκληματίες». Αυτό το πανό φτιάχτηκε ως απάντηση στην προπαγάνδα που διέδιδαν φιλοκινεζικές καθεστωτικές πολιτικές ομάδες στο Χονγκ Κονγκ, διαβεβαιώνοντας τους απανταχού «ενάρετους πολίτες» ότι τα μέτρα έκδοσης δεν απειλούν εκείνους που έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους και κοιτάνε μονάχα τη δουλειά τους. Φωτογραφία του WWS από την Κολεκτίβα Τακ Τσεόνγκ Λέιν.

Εάν κατανοούμε την «αριστερά» ως ένα πολιτικό υποκείμενο που χωροθετεί ζητήματα ταξικής πάλης και εργασίας στο κέντρο της πολιτικής της, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι κάτι τέτοιο υφίσταται πραγματικά στο Χονγκ Κονγκ. Φυσικά, κάποιοι φίλοι μας διαχειρίζονται εξαιρετικά blogspots και υπάρχουν μικρές ομάδες και τα λοιπά. Βέβαια, όλοι κάνουν λόγο για το χάσμα πλούσιων-φτωχών, την ανεξέλεγκτη φτώχεια, την τάξη των καπιταλιστών, για το γεγονός ότι όλοι μας είμαστε εργάτες που παλεύουμε για την επιβίωση. Όμως, όπως και σχεδόν σε κάθε άλλο μέρος, η πρωταρχική μορφή της υποκειμενικότητας και της ταύτισης με την οποία συντάσσονται όλοι είναι η έννοια της υπηκοότητας σε μια εθνική κοινότητα. Συνεπάγεται ότι αυτή η φαντασιακή κοινότητα εδράζεται στην άρνηση, στον αποκλεισμό και στην οριοθέτηση από την ηπειρωτική χώρα. Μπορείτε να φανταστείτε τι μαρτύριο είναι να βλέπουμε τα κουραστικά μπλουζάκια που γράφουν «Είμαι πολίτης του Χονγκ Κονγκ, όχι Κινέζος!» στο μετρό ή να ακούμε το σύνθημα «Πολίτης Χονγκ Κόνγκ, προσθέτετε μονάχα λάδι» (ουσιαστικά σημαίνει «μπράβο μας») ξανά και ξανά για ένα ολόκληρο απόγευμα, κατά τη διάρκεια μιας από τις τελευταίες διαδηλώσεις.

Θα ήταν ενδιαφέρον για τους αναγνώστες από άλλες χώρες να μάθουν ότι η λέξη «αριστερά» στο Χονγκ Κονγκ έχει δυο συνδηλώσεις. Προφανώς για τη γενιά των γονιών μας και των δικών τους γονιών «αριστερά» σημαίνει Κομμουνιστές. Γι’ αυτό και η «αριστερά» μπορεί να αναφέρεται σε έναν επιχειρηματία που είναι μέλος του Κόμματος ή σε έναν πολιτικό υπέρ του κατεστημένου ο οποίος είναι δεδηλωμένος υποστηρικτής της Κίνας. Για τους πιο νέους η λέξη «αριστερά» αποτελεί στίγμα (συχνά κλίνεται όπως το «πλαστικό», μια λέξη που στα καντονέζικα ηχεί όπως το «μαλάκας») που αποδίδεται σε μια προηγούμενη γενιά ακτιβιστών, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε μια περασμένη αλληλουχία κοινωνικών αγώνων – συμπεριλαμβανομένων αγώνων για να αποφευχθεί η κατεδάφιση της Προβλήτας του Φέρι της Βασίλισσας στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, ενάντια στην κατασκευή του σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας που θα περνούσε από τα βορειοανατολικά του Χονγκ Κονγκ με κατεύθυνση την Κίνα, και ενάντια στην καταστροφή τεράστιων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης στις βορειοανατολικές περιοχές, όλοι εκ των οποίων κατέληξαν σε αποκαρδιωτικές ήττες. Αυτά τα κινήματα συχνά είχαν ως ηγέτες ευφραδείς εκπροσώπους – καλλιτέχνες ή αντιπροσώπους ΜΚΟ, οι οποίοι σφυρηλατούσαν τακτικές συμμαχίες με προοδευτικούς από το πανδημοκρατικό κίνημα. Για την ήττα των κινημάτων αυτών, η οποία αποδίδεται στην απροθυμία τους να εγκρίνουν την άμεση δράση, και στις εκκλήσεις τους για υπομονή και διαπραγματεύσεις με τις Αρχές, σήμερα θεωρείται υπαίτια εκείνη η γενιά ακτιβιστών. Όλη η οργή και η απογοήτευση των νέων που ενηλικιώθηκαν εκείνη την περίοδο, ακολουθώντας τις οδηγίες αυτών των ανδρείκελων να διαλυθούν τη στιγμή που βίωναν ακόμα μια ήττα, ακόμα μια επίδειξη ενορχηστρωμένης παθητικότητας, έχει κάνει βαθμιαία μια στροφή προς τα δεξιά. Ακόμα και σύλλογοι μαθητών γυμνασίου ή φοιτητών πανεπιστημίου, οι οποίοι ήταν παραδοσιακά πιστοί στην κεντροαριστερά και προοδευτικοί, έχουν γίνει ξεκάθαρα εθνικιστικοί.

Ένα βασικό αξίωμα στις τάξεις της γενιάς μας, αναδυόμενο από έναν κυκεώνα απογοητεύσεων και αποτυχιών, είναι μια έμφαση στην άμεση δράση και η συνεπακόλουθη άρνηση των «συζητήσεων σε μικρές ομάδες», της «συναίνεσης» κ.λπ. Αυτή είναι μια θεματική που άρχισε να κάνει την εμφάνισή της στο Κίνημα της Ομπρέλας – εμφανέστερα στην κατασκήνωση του Μονγκ Κοκ, όπου οι δυνατότητες ήταν πλουσιότερες, αλλά όπου η δεξιά ήταν επίσης, δυστυχώς, ικανή να αποκτήσει ένα βαθύ ρίζωμα. Η καχυποψία της προηγούμενης γενιάς παραμένει επικρατούσα. Για παράδειγμα, το απόγευμα της 12ης Ιουνίου, εν μέσω οδομαχιών μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών, αρκετά μέλη ενός μακρόβιου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ανέλαβαν το καθήκον να μεταφέρουν μέσω μικροφώνου πληροφορίες σε όσους βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, λέγοντάς τους πού έπρεπε να κατευθυνθούν σε περίπτωση που χρειαζόταν να υποχωρήσουν, ποια κενά στις γραμμές έπρεπε να καλυφθούν και άλλες παρόμοιες πληροφορίες. Εξαιτίας της καχυποψίας που προαναφέραμε απέναντι σε κόμματα, πολιτικούς, επαγγελματίες πολιτικούς και της ατζέντας τους, πολλοί ήταν αυτοί που αγνόησαν τις οδηγίες τους και προτίμησαν να εμπιστευτούν τη φημολογία ή τις πληροφορίες που κυκλοφορούσαν στα διαδικτυακά φόρουμ.1

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο γενέθλιος μύθος αυτής της πόλης είναι ότι πρόσφυγες και διαφωνούντες διέφυγαν από τις κομμουνιστικές διώξεις και έχτισαν μια όαση πλούτου και ελευθερίας, ένα κάστρο κοινωνικών ελευθεριών που περιφρουρείται από τον Νόμο. Λαμβάνοντάς το υπόψη, σε ένα κοινότοπο επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πολλοί στο Χονγκ Κονγκ ήδη αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως εξεγερμένους λόγω του τρόπου ζωής τους και των ελευθεριών τις οποίες απολαμβάνουν – και επειδή θεωρούν αυτή την ταυτότητα, όσο κενή και σαθρή κι αν είναι, ως ιδιοκτησία τους την οποία πρέπει να υπερασπιστούν με κάθε κόστος. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε εδώ πολλά σχετικά με το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πραγματικού «οικολογικού» πλούτου που διαθέτει αυτή η πόλη –οι πιο ενδιαφέρουσες (και συχνά φτωχότερες) γειτονιές της, μια πραγματική πληθώρα ανεπίσημων κλαμπ, στούντιο και κατοικιών που βρίσκονται εντός βιομηχανικών κτιρίων, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις στα βορειο-ανατολικά, ιστορικά περιτειχισμένα χωριά και αγροτικές περιοχές– λεηλατούνται και καταστρέφονται κομμάτι-κομμάτι από το κράτος και ιδιώτες επενδυτές, εν μέσω απόλυτης αδιαφορίας από την πλευρά των αγανακτισμένων citoyens.

Εν πάση περιπτώσει, αν οι φιλελεύθεροι κατορθώνουν να διαδώσουν την ψυχροπολεμική τους ρητορική σχετικά με την ανάγκη προάσπισης των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την επεκτεινόμενη Κόκκινη Παλίρροια, και αν οι λαϊκιστικές εκκλήσεις της δεξιάς για υπεράσπιση της ακεραιότητας της ταυτότητάς μας βρίσκουν επίσης ευήκοα ώτα, ο λόγος είναι αυτές οι βαθιά ριζωμένες και μάλλον κοινότοπες ιστορικές αιτίες. Αν λάβουμε υπόψη μας τη χρονική συγκυρία αυτού του αγώνα, το πώς εξερράγη όταν οι εικόνες τής αστυνομίας να βιαιοπραγεί και να συλλαμβάνει νεαρούς διαδηλωτές έκαναν τον γύρο του διαδικτύου – είναι σαν να βλέπαμε σε ριπλέι το πρελούδιο στο Κίνημα της Ομπρέλας. Αυτό συνέβη την εβδομάδα αμέσως μετά την ετήσια ολονυχτία με κεριά στη μνήμη όσων σκοτώθηκαν κατά τη Σφαγή της Τιενανμέν στις 4 Ιουνίου 1989, μια ημερομηνία που στο Χονγκ Κονγκ μνημονεύεται ως η μέρα κατά την οποία επιστρατεύτηκαν τα τεθωρακισμένα για να συνθλίψουν τους διαδηλωτές που διαδήλωναν ειρηνικά κάνοντας έκκληση για πολιτικές ελευθερίες. Ό,τι και να πούμε δεν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το βάθος αυτής της πληγής, αυτού του τραύματος και τη σημασία του στη διαμόρφωση της λαϊκής ψυχής∙ αυτό έγινε σαφές όταν χιλιάδες μητέρες συγκεντρώθηκαν σε δημόσιο χώρο, σε μια σχεδόν τέλεια αναπαράσταση των μανάδων της Τιενανμέν, για να θρηνήσουν δημοσίως το εξαφανισμένο μέλλον των παιδιών τους που έχει πια επισκιαστεί από τη μονολιθική κομμουνιστική Κίνα. Δεν το χωράει ο νους ότι η αστυνομία –όχι μονάχα μια φορά, αλλά δύο– έσπασε το μεγαλύτερο από όλα τα ταμπού: άνοιξε πυρ κατά της νεολαίας.

Με βάση όλα αυτά, θα ήταν αφελές να δηλώσουμε ότι έχει συμβεί μέχρι τώρα κάτι αξιοσημείωτο, που να αφήνει να διαφανεί ότι έχουμε ξεφύγει από τον στραγγαλισμό τον οποίο επιφέρουν οι «ακαδημαϊκοί» φιλελεύθεροι και οι «πολιτόφρονες» δεξιοί στο εδώ αφήγημα. Αμφότερες οι φράξιες αποτελούν απλώς συμπτώματα μιας υποβόσκουσας κατάστασης, πτυχές μιας ιδεολογίας στην οποία πρέπει να επιτεθούμε και να την αποδομήσουμε με την πρακτική μας. Ίσως θα πρέπει να προσεγγίσουμε όσα συμβαίνουν αυτή την περίοδο ως μια δημόσια ψυχανάλυση –με την ψυχοπαθολογία της πόλης μας να έχει εκτεθεί σε δημόσια θέα– και να ερμηνεύσουμε τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουμε συλλογικά ως μια ευκαιρία να δουλέψουμε μαζί πάνω στα τραύματα, στις μανίες και στα ψυχαναγκαστικά σύνδρομα. Παρόλο που είναι αναμφίβολα απογοητευτικό ότι η ορμή και το ηθικό αυτού του αγώνα διατηρούνται, σε όλο το κοινωνικό φάσμα, από μια συνεχή επίκληση στον «λαό του Χονγκ Κονγκ» που τον παρακινεί να προστατεύσει το σπίτι του με κάθε κόστος, και ενώ αυτή η βαθιά ενοχλητική ομοφωνία συγκαλύπτει πολλά προβλήματα,2 αποδεχόμαστε το χάος και την καταστροφή της εποχής μας, την αναγκαιότητα να παρεμβαίνουμε σε περιστάσεις τις οποίες δεν έχουμε ποτέ επιλέξει εμείς οι ίδιοι. Όσο δυσοίωνες κι αν μοιάζουν οι καταστάσεις, αυτός ο αγώνας αποτελεί μια ευκαιρία για καινούργιες συναντήσεις, για την επεξεργασία καινούργιων γραμματικών.

Σύνθημα στην κατάληψη δρόμου στο Ναυαρχείο κοντά στην έδρα της κυβέρνησης, το οποίο γράφει «Κουβάλα μαζί σου ένα κουτί μπογιά, είναι η λύση για τα λυσσασμένα σκυλιά». Εδώ οι μπάτσοι αποκαλούνται ευρέως «σκυλιά». Φωτογραφία του WWS από την Κολεκτίβα Τακ Τσεόνγκ Λέιν.

Τι έχει συμβεί όσον αφορά το αφήγημα της κοσμιότητας στο ιντερλούδιο μεταξύ του Κινήματος της Ομπρέλας και του παρόντος; Συρρικνώθηκε, επεκτάθηκε, αποσυντέθηκε, μετασχηματίστηκε;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση αυτή. Ίσως το πιο ενδιαφέρον πράγμα που μπορούμε να αναφέρουμε σχετικά με την τρέχουσα αλληλουχία γεγονότων είναι ότι, όλως παραδόξως, όταν ένα μικρό σώμα διαδηλωτών αποπειράθηκε να εισβάλει στο νομοθετικό συμβούλιο στις 9 Ιουνίου μετά από μια ολοήμερη πορεία, αυτή η πράξη δεν επικρίθηκε από όλους ως μια στιγμή τρέλας ή ακόμα χειρότερα ως έργο των Κινέζων ή προβοκατόρων της αστυνομίας. Κρατήστε στο μυαλό σας ότι στις 9 και 12 Ιουνίου, στις δυο μέχρι σήμερα απόπειρες εισβολής στο κτίριο του νομοθετικού συμβουλίου, δεν πραγματοποιούνταν σύσκεψη μέσα∙ το πλήθος ουσιαστικά προσπαθούσε να εισβάλει σε ένα άδειο κτίριο.

Λοιπόν, όσες ενστάσεις κι αν έχουμε εξαρχής σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας πράξης,3 παραμένει κάτι το απίστευτο, δεδομένου ότι η τελευταία απόπειρα να γίνει κάτι παρόμοιο. Η ενέργεια που σημειώθηκε σε μια διαδήλωση ενάντια στην ανάπτυξη των περιοχών στα βορειοανατολικά λίγο πριν από το Κίνημα της Ομπρέλας έλαβε χώρα ενόσω υπήρχαν σε εξέλιξη διαβουλεύσεις και συγκέντρωσε τη γενική κατακραυγή ή αδιαφορία.4 Ορισμένοι ίσως διατύπωναν τον ισχυρισμό ότι η παρακαταθήκη του Κινήματος του Ηλιόσπορου5 στην Ταϊβάν (Δημοκρατία της Κίνας) παραμένει πηγή μεγάλης έμπνευσης για πολλούς εδώ∙ άλλοι μπορεί να έλεγαν ότι η επαπειλούμενη προσάρτηση από την Κίνα ωθεί την κοινή γνώμη να επικροτήσει απεγνωσμένα μέσα, τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα αποδοκίμαζε.

Το απόγευμα της 12ης Ιουνίου, όταν χιλιάδες άνθρωποι δέχτηκαν την επίθεση των δυνάμεων καταστολής και έτρεχαν να σωθούν από τις ομοβροντίες πλαστικών σφαιρών και δακρυγόνων, κανένας δεν καταδίκασε τις ομάδες των διαδηλωτών με τις μάσκες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή ενάντια στις προ- ελαύνουσες στρατιές αστυνομικών και που έσβηναν τις βομβίδες δακρυγόνων τη στιγμή που αυτές προσγειώνονταν. Υπήρχε ένα μακροχρόνιο και φαινομενικά αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των «ειρηνικών» διαδηλωτών (τους οποίους οι πιο πολλοί από εμάς στην άλλη πλευρά αποκαλούσαμε απαξιωτικά «ειρηνικούς, ορθολογικούς, μη βίαιους μαλάκες») και των «πολεμοχαρών» διαδηλωτών που πιστεύουν στην άμεση δράση. Κάθε πλευρά τείνει να αντιμετωπίζει την άλλη με απέχθεια.

Διαδηλωτές μεταφέρουν υλικά για το στήσιμο οδοφραγμάτων. Το σύνθημα στον τοίχο μπορεί να μεταφραστεί (ελεύθερα) κάπως έτσι: «Οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ δεν σηκώνουν μαλακίες». Φωτογραφία του WWS από την Κολεκτίβα Τακ Τσεόνγκ Λέιν.

Το διαδικτυακό φόρουμ LIHKG έχει λειτουργήσει ως ένας κόμβος όπου οι νέοι οργανώνονται, ανταλλάσσουν πολιτικά καλαμπούρια και διακινούν πληροφορίες σχετικές με αυτόν τον αγώνα. Για πρώτη φορά, μια ολόκληρη σειρά από θρεντ σε αυτό το σάιτ έχουν αφιερωθεί στην επίλυση αυτής της διαφοράς ή τουλάχιστον στην καλλιέργεια σεβασμού για εκείνους που δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να εμφανίζονται στις πορείες κάθε Κυριακή – έστω επειδή οι πορείες που πλαισιώνονται από εκατομμύρια και οδηγούν τομείς της πόλης σε ένα προσωρινό μπλοκάρισμα αποτελούν μεγάλη υπόθεση, όσο κι αν στην πραγματικότητα μας προκαλούν εγκεφαλική παράλυση από τη βαρεμάρα. Την τελευταία φορά που οι πορείες έφτασαν κοντά σε αυτό το τεράστιο μέγεθος ένας Διευθύνων Σύμβουλος παραιτήθηκε και η αναθεώρηση ενός νόμου που αφορούσε την ελευθερία του λόγου μπήκε στο ψυγείο. Όλες οι ομάδες προσπαθούν να επινοήσουν έναν τρόπο συνεισφοράς στον αγώνα, με την πιο εμβληματική να είναι η συγκέντρωση των χριστιανών που μαζεύτηκαν μπροστά από τα κορδόνια της αστυνομίας στο νομοθετικό συμβούλιο, τραγουδώντας χωρίς ανάπαυλα τον ίδιο ρυθμό για μιάμιση εβδομάδα. Αυτός ο ύμνος έχει μετατραπεί σε μια επωδό που, καλώς ή κακώς, πιθανότατα θα αντηχεί στους μελλοντικούς αγώνες.

Υπάρχουν ξεκάθαρα ρήγματα ή έξοδοι κινδύνου σε αυτό το κίνημα που θα επέτρεπαν παρεμβάσεις οι οποίες θα υπονόμευαν την εξουσία της αστυνομίας, του νόμου, του εμπορεύματος, χωρίς να δημιουργούν ένα μάχιμο υποκείμενο που θα μπορεί να αναγνωριστεί και να απομονωθεί;

Είναι δύσκολο να απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση. Παρόλο που οι προλετάριοι αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των ανθρώπων που πρωτοστατούν σ’ αυτόν τον αγώνα – προλετάριοι των οποίων τις ζωές ρουφούν άψυχες δουλειές, οι οποίοι εξαναγκάζονται να πληρώνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους για ενοίκια τα οποία συνεχίζουν να εκτοξεύονται στα ουράνια λόγω των πολυδιάστατων πρότζεκτ εξευγενισμού που έχουν αναλάβει οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι ιδιώτες επενδυτές (οι οποίοι είναι ένα και το αυτό) – δεν θα πρέπει να ξεχνάτε ότι ο «καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς» θεωρείται από πολλούς ως βασικό χαρακτηριστικό της πολιτισμικής ταυτότητας του Χονγκ Κονγκ, σε αντιδιαστολή με τον «κόκκινο» καπιταλισμό, τον οποίο διευθύνει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αυτό που υφίσταται αυτή τη στιγμή στο Χονγκ Κονγκ, για ορισμένους ανθρώπους απέχει πολύ από την τελειότητα∙ όταν κάποιος λέει «οι πλούσιοι», αυτό φέρνει στο μυαλό εικόνες από μεγιστάνες των μονοπωλίων – από τα καρτέλ και τους λακέδες των Κομμουνιστών που έχουν διαμορφώσει μια σκοτεινή συμμαχία με το Κόμμα για να ρουφάνε το αίμα του λαού. Έτσι, όπως ο κόσμος ζητάει διακαώς μια κυβέρνηση και θεσμούς που θα μπορεί κανονικά να τους θεωρεί «δικούς του» –ναι, συμπεριλαμβανομένης και της αστυνομίας–, έτσι θέλει και έναν καπιταλισμό που να μπορεί επιτέλους να τον θεωρεί «δικό του», έναν καπιταλισμό χωρίς διαφθορά, πολιτικές απάτες και τα λοιπά. Είναι εύκολο να καγχάσεις με αυτό, αλλά είναι όπως κάθε κοινότητα που συγκεντρώνεται γύρω από έναν γενέθλιο μύθο πιονιέρων που διαφεύγουν από τις διώξεις και οικοδομούν μια γη ελευθερίας και αφθονίας με θυσίες και σκληρή δουλειά… Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε γιατί αυτή η εμμονή ασκεί τόσο μεγάλη γοητεία στη φαντασία.

Αυτή η πόλη υπερασπίζεται σθεναρά την επιχειρηματική πρωτοβουλία και κατανοεί κάθε είδους απάτη ως έναν τρόπο να βγάζει κανείς τα προς το ζην, ως μια τακτική στην καθημερινή βιοπάλη. Αυτή η θλιβερή θέαση της ζωής ως επιβίωσης διαπερνάει συνολικά τον λόγο μας∙ όταν μιλάμε για «εργασία», χρησιμοποιούμε τον όρο «搵食», ο οποίος στην κυριολεξία σημαίνει να αναζητούμε το επόμενό μας γεύμα. Αυτό εξηγεί γιατί οι διαδηλωτές παραδοσιακά προσέχουν εξαιρετικά να μην αποξενώσουν τις εργαζόμενες μάζες με ενέργειες όπως το μπλοκάρισμα ενός δρόμου που χρησιμοποιείται από λεωφορεία για να επιστρέψουν σπίτι τους οι σκληρά εργαζόμενοι πολίτες.

Ενώ κατανοούμε ότι μεγάλο μέρος της ζωής μας καθορίζεται από τις ανησυχίες σχετικά με τη δουλειά και καταναλώνεται στη δουλειά, κανείς δεν αποτολμά να προτείνει την άρνηση της εργασίας, να αντιταχθεί στην προσβολή να μας αντιμετωπίζουν ως παραγωγούς-καταναλωτές υπό την κυριαρχία του εμπορεύματος. Οι αστυνομικοί έχουν δεχτεί σκληρή κριτική επειδή αποτελούν τα «μαντρόσκυλα» μιας διαβολικής ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας και όχι για αυτό που πραγματικά είναι: οι οπλίτες του καθεστώτος της ιδιοκτησίας.

Αυτό που είναι καινούργιο στην τρέχουσα κατάσταση είναι ότι πολλοί άνθρωποι πλέον αποδέχονται ότι οι ενέργειες αλληλεγγύης στον αγώνα, όσο μικρές κι αν είναι,6 μπορεί να οδηγήσουν στη σύλληψη και είναι έτοιμοι να διαβούν αυτή τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι γινόμαστε μάρτυρες της εμφάνισης μιας γενιάς η οποία είναι έτοιμη να πάει φυλακή, μια στάση η οποία στο παρελθόν περιοριζόταν στους «επαγγελματίες ακτιβιστές» στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών κινημάτων. Ταυτόχρονα, δεν υφίσταται ένας διάλογος αναφορικά με το τι είναι η δύναμη του νόμου και πώς λειτουργεί ή αναφορικά με την αξιοπιστία της αστυνομίας ή της φυλακής ως θεσμών. Ο κόσμος απλώς αισθάνεται ότι πρέπει να υιοθετήσει μέσα που να υπερβαίνουν τον νόμο, έτσι ώστε να προασπίσει την ιερότητα του Νόμου, η οποία έχει παραβιαστεί και ατιμαστεί από τους καουμπόηδες της κομμουνιστικής διαφθοράς.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που προτάσεις για απεργίες σε διάφορους τομείς και γενικές απεργίες έχουν τεθεί σε συζήτηση αναφορικά με ένα ζήτημα το οποίο δεν συνδέεται, τουλάχιστον επιφανειακά, με την εργασία.

Οι φίλες μας από το μπλοκ «Νοικοκυρές ενάντια στην έκδοση» στην πορεία της 9ης Ιουνίου. Η φωτογραφία απεικονίζει μια ομάδα νοικοκυρών και θειάδων, πολλές από τις οποίες κατέβηκαν πρώτη φορά στον δρόμο. Φωτογραφία του WWS από την Κολεκτίβα Τακ Τσεόνγκ Λέιν.

Πώς αναπαράγονται τα οδοφράγματα ή οι καταλήψεις όπως αυτές των περασμένων ημερών στις γενικότερες συνθήκες του Χονγκ Κονγκ;

Τα οδοφράγματα είναι απλώς κάτι το συνηθισμένο πλέον. Όποτε συγκεντρώνεται μαζικά κόσμος και προτίθεται να καταλάβει μια συγκεκριμένη περιοχή για να διαμορφώσει ένα μέτωπο, τα οδοφράγματα υψώνονται γρήγορα και αποτελεσματικά. Υπάρχει μια υποσυνείδητη αίσθηση πια ότι οι καταλήψεις έχουν καταλήξει ρουτίνα και είναι μάταιες, κουραστικές σωματικά και εντέλει αναποτελεσματικές. Το ενδιαφέρον σε αυτόν τον αγώνα είναι ότι ο κόσμος αφιερώνει πραγματικά πολύ χρόνο σκεπτόμενος τι πραγματικά «δουλεύει», τι απαιτεί την ελάχιστη δαπάνη κόπου και αποδίδει το μέγιστο αποτέλεσμα όσον αφορά την παράλυση σημείων της πόλης ή τη διακοπή της κυκλοφορίας, και όχι τι διαθέτει τη μεγαλύτερη ηθική αποδοχή από μια φανταστική «κοινή γνώμη» που παρακολουθεί τα πάντα από την ασφάλεια του καθιστικού της – ή, από την άλλη, τι «δίνει την αίσθηση» του πιο μάχιμου.

Έχουν υπάρξει πολλές δημοφιλείς προτάσεις για «μη συνεργατικές» καθημερινές δράσεις όπως το πλήρες μπλοκάρισμα ενός σταθμού του μετρό με τον συ-ντονισμό ομάδων φίλων που θα γεμίσουν τα αυτοκίνητά τους με ανθρώπους και αποσκευές για ένα ολόκληρο απόγευμα, ή η ακύρωση τραπεζικών λογαριασμών και η απόσυρση καταθέσεων από λογαριασμούς ταμιευτηρίου, έτσι ώστε να αυξηθεί ο πληθωρισμός. Ορισμένοι διέδωσαν προτάσεις σχετικά με το πώς να αποφευχθεί η πληρωμή φόρων για το υπόλοιπο της ζωής τους. Αυτό μπορεί να μη μοιάζει κάτι σημαντικό, αλλά το ενδιαφέρον είναι η ασταμάτητη κυκλοφορία προτάσεων από κάθε λογής πηγή, από ανθρώπους με διαφορετικά επίπεδα εξειδίκευσης, σχετικά με το πώς μπορούν οι άνθρωποι να πράξουν με δική τους πρωτοβουλία εκεί όπου ζουν ή εργάζονται και στην καθημερινότητά τους, αντί να φαντασιώνονται «τον αγώνα» ως κάτι που διεξάγεται αποκλειστικά στους δρόμους από μασκοφορεμένους, ρωμαλέους νέους.

Όποια κριτική κι αν ασκεί ο καθένας σε όσα έχουν συμβεί έως τώρα, αυτή η εκπληκτική άσκηση στη συλλογική ευφυΐα είναι πράγματι εξαιρετικά εντυπωσιακή – μια δράση μπορεί να προταθεί σε ένα φόρουμ ή σε ένα θρεντ μιας πλατφόρμας μηνυμάτων που διατηρεί την ανωνυμία των χρηστών, λίγα άτομα οργανώνονται για να την πραγματοποιήσουν, και αυτή γίνεται χωρίς φασαρία ή θριαμβολογίες. Οι μέθοδοι διαδίδονται και πληθαίνουν καθώς διαφορετικές ομάδες τις δοκιμάζουν και τις τροποποιούν.

Οι Λενινιστές και οι Μαοϊκοί στη Δύση διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι πρόκειται για «ψυχολογική επιχείρηση της CIA» ή για «έγχρωμη επανάσταση με την υποστήριξη της Δύσης». Οι ηγεμονικές δυνάμεις στο πεδίο έχουν επικαλεστεί σε επίπεδο αφηγήματος το κλισέ «υποκινητές από το εξωτερικό»;

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η επίσημη γραμμή της Διευθύνουσας Συμβούλου, η οποία έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι αντιμετωπίζει τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας ως οχλοκρατική συμπεριφορά υποκινημένη από ξένα συμφέροντα που επιζητούν το ξέσπασμα μιας «έγχρωμης επανάστασης» στην πόλη. Δεν είμαι σίγουρος αν θα επαναλάμβανε αυτή τη δήλωση και τώρα που έχει απολογηθεί δημοσίως για τη «σπορά αντιθέσεων» και διχόνοιας λόγω των αποφάσεών της, αλλά έτσι κι αλλιώς προκαλεί ιλαρότητα ότι οι «τάνκηδες»7 μοιράζονται την ίδια ακριβώς άποψη με την επίσημη αρχηγό του κράτους μας.

Είναι κοινό μυστικό ότι διάφορες φιλοδημοκρατικές ΜΚΟ, κόμματα και δεξαμενές σκέψης λαμβάνουν χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ. Δεν πρόκειται για κάποια σκοτεινή θεωρία συνωμοσίας την οποία γνωρίζουν μονάχα οι «τάνκηδες». Αυτοί όμως οι «τάνκηδες» υπονοούν ότι η πλατφόρμα που συντονίζει τις διαδηλώσεις –μια ευρεία συμμαχία πολιτικών κομμάτων, ΜΚΟ και άλλων– αποτελεί παράλληλα την ιδεολογική αιχμή του δόρατος και τον αρχιτέκτονα του «κινήματος», κάτι που πρόκειται απλώς για τεράστια παρανόηση. Η πλατφόρμα έχει αποκηρυχθεί, απονομιμοποιηθεί και χλευαστεί ευρέως από τις τάσεις της «άμεσης δράσης» που διαμορφώνονται παντού γύρω μας, και μονάχα πρόσφατα, όπως προαναφέραμε, έκαναν την εμφάνισή τους ελαφρώς ενοχλητικά θρεντ στο διαδίκτυο που την επαινούν εμμέσως για την ικανότητά της να συντονίζει διαδηλώσεις που πραγματικά επιτυγχάνουν κάτι. Μακάρι οι «τάνκηδες» να σταματούσαν να τους αντιμετωπίζουν όλους ως ανεγκέφαλα νεο-αποικιακά πρόβατα που λειτουργούν υπό τις σκοτεινές διαταγές των μυστικών υπηρεσιών της ιμπεριαλιστικής Δύσης.

Αφού έχουμε ξεμπερδέψει με αυτό, δεν θα ήταν τίμιο να μην αναφέρουμε ότι, παράλληλα με θρεντ σε φόρουμ όπου γίνεται ενδελεχής συζήτηση για τις τακτικές της άμεσης δράσης στο εξωτερικό, υπάρχουν και θρεντ που εφιστούν την προσοχή όλων στο γεγονός ότι φωνές μέσα από τον Λευκό Οίκο έχουν εκφράσει την αποδοκιμασία τους απέναντι σε αυτόν τον νόμο. Ορισμένοι έχουν φτάσει στο σημείο να πανηγυρίσουν για αυτό. Επίσης υφίσταται μια πραγματικά παλαβή συλλογή υπογραφών που κυκλοφορεί στο Facebook και προτρέπει τον κόσμο να προσφύγει στον Λευκό Οίκο για ξένη επέμβαση. Είμαι βέβαιος ότι θα βλέπαμε τέτοια φαινόμενα σε οποιονδήποτε αγώνα παρόμοιας κλίμακας σε όλες τις μη Δυτικές πόλεις. Δεν αποτελούν ατράνταχες αποδείξεις περί ιμπεριαλιστικής χειραγώγησης∙ είναι περιθωριακά φαινόμενα και όχι η κινητήρια δύναμη πίσω από τα μέχρι τώρα γεγονότα.

Έχουν προκύψει συνθήματα, νεολογισμοί, καινούργια αργκό, δημοφιλή θέματα συζήτησης ή αστείες εκφράσεις που να αναφέρονται ειδικά σε αυτή την περίοδο;

Ναι, πολλά, αν και δεν είμαστε σίγουροι πώς θα μπορούσαμε να τα μεταφράσουμε. Όμως οι δυνάμεις που γεννούν αυτά τα μιμίδια, που αποτελούν την έ-μπνευση για όλα αυτά τα αυτοκόλλητα και τα τσιτάτα στο Whatsapp και στο Telegram είναι στην πραγματικότητα οι αστυνομικές δυνάμεις.

Πέρα από το να πυροβολούν διαδηλωτές στο μάτι με πλαστικές σφαίρες, να κραδαίνουν τα ρόπαλά τους και να ρίχνουν αδιακρίτως βομβίδες δακρυγόνων στα κεφάλια και στους βουβώνες των ανθρώπων, έχουν βρει και χρόνο να ξεστομίσουν μερικά πραγματικά κλασικά μαργαριτάρια, που έχουν τυπωθεί πλέον σε μπλουζάκια. Μια από αυτές τις εξυπνάδες είναι η μάλλον ατυχής και μη πολιτικά ορθή έκφραση «φιλελεύθερο μουνί». Πάνω στον αχό μιας αψιμαχίας μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών, ένας αστυνομικός χαρακτήρισε κάποιον στην πρώτη γραμμή με αυτό το επίθετο. Όλες οι βρισιές μας στα καντονέζικα δυστυχώς περιστρέφονται γύρω από τα αντρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα∙ έχουμε μια πληθώρα λέξεων για την ευαίσθητη περιοχή. Στα καντονέζικα, όμως, αυτή η διατύπωση είναι λιγότερο κατανοητή από ό,τι στα αγγλικά. Στα καντονέζικα ο συνδυασμός της λέξης «φιλελεύθερο» με το «μουνί» ηχεί ξεκαρδιστικά αστείος.

Έχει ο αναβρασμός αυτός οποιαδήποτε σύνδεση με τις «ταραχές του ψαροκεφτέ» (fish ball riots) ή με το κίνημα για την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ πριν από μερικά χρόνια;

Οι «ταραχές του ψαροκεφτέ» ήταν ένα διδακτικό μάθημα από πολλές απόψεις, ειδικά για ανθρώπους σαν εμάς που βρεθήκαμε να παρακολουθούμε ως θεατές από κάποια απόσταση τους ανθρώπους που αναμείχθηκαν σε αυτές. Ήταν ένας παροξυσμός, ένα ξέσπασμα οργής κατά της αστυνομίας, ένας εντελώς αναπάντεχος μετασεισμός έπειτα από την κατάρρευση του Κινήματος της Ομπρέλας. Ένα ολόκληρο κόμμα, το πάλαι ποτέ αγαπημένο της απανταχού δεξιάς νεολαίας «Αυτόχθον Χονγκ Κονγκ», οφείλει όλη του την καριέρα σε αυτά τα επεισόδια. Κατέστησαν σε όλους απολύτως προφανή την παρουσία τους με το να εμφανιστούν φορώντας στολές και ανεμίζοντας επιτόπου τις βασιλικές μπλε σημαίες τους. Εκλέχθηκαν στην εξουσία, η εκλογή τους ακυρώθηκε και φυλακίστηκαν – ένα από τα βασικά στελέχη τους έχει ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Γερμανία, όπου οι απόψεις του σχετικά με την ανεξαρτησία του Χονγκ Κονγκ έχουν προφανώς μαλακώσει αισθητά όσο καιρό κάνει παρέα με τους Γερμανούς Πράσινους. Όλα αυτά παραμένουν νωπά στη μνήμη ενός λαού που γνωρίζει ότι σήμερα η αορατότητα είναι υψίστης σημασίας.

Τι αντίκτυπο είχε η αποφυλάκιση του Τζόσουα Γουόνγκ;

Δεν είμαστε σίγουροι πόσο θα εκπλαγούν οι αναγνώστες από το εξωτερικό όταν ανακαλύψουν, ίσως αφού θα έχουν παρακολουθήσει το άθλιο ντοκιμαντέρ για τον Τζόσουα Γουόνγκ στο Netflix, ότι η αποφυλάκισή του ουσιαστικά δεν έχει δημιουργήσει καθόλου θόρυβο. Η Demosisto αποτελεί πλέον ουσιαστικά την «πλαστική αριστερά» μέσα στη νέα φουρνιά μαθητών γυμνασίου.

Λειτουργούν οι λαϊκιστικές φράξιες ως μια πραγματική δύναμη συμφιλίωσης;

Όσα έχουμε γράψει παραπάνω σκιαγραφούν πώς, ενώ ο αγώνας σήμερα ξεφεύγει από τον έλεγχο οποιασδήποτε δομημένης ομάδας, κόμματος και οργάνωσης, το περιεχόμενό του είναι εξ ορισμού λαϊκιστικό. Ο αγώνας κινείται σε αυξανόμενη κλίμακα και έχει προσελκύσει ένα μεγάλο εύρος παιχτών∙ αυτή τη στιγμή διευρύνεται κάθε λεπτό που περνάει. Όμως δεν αφιερώνεται ιδιαίτερη σκέψη στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που θα επηρεαστούν πιο προφανώς και αμέσως από τον νόμο θα είναι αυτοί που εργάζονται πέρα από τα σύνορα με την Κίνα – αυτοί που δουλεύουν και προσφέρουν βοήθεια στους εργάτες της Σενζέν, για παράδειγμα.

Κανένας δεν είναι απολύτως βέβαιος ποιες θα είναι οι πραγματικές συνέπειες του νόμου. Ακόμα και οι εκθέσεις που έχουν γραφτεί από επαγγελματίες δικηγόρους διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, και αυτό προσφέρει στα μέσα ενημέρωσης που αυτοαποκαλούνται «η φωνή του λαού»8: επαρκή χώρο για να περιορίσουν την όλη υπόθεση σε ένα απλό ζήτημα συρρίκνωσης της συνταγματικής αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ, με μια ολόκληρη πόλη να εξεγείρεται ενάντια στην επιβολή ενός κράτους επιτήρησης από το οποίο δεν ξεφεύγει τίποτα.

Περιδιαβάζοντας τα φόρουμ και συζητώντας με τους ανθρώπους γύρω από το κυβερνητικό σύμπλεγμα, θα αποκόμιζε κανείς την εντύπωση ότι η ψήφιση του νόμου σημαίνει ότι η διαδικτυακή έκφραση δυσαρέσκειας ή τα επιλήψιμα γραπτά μηνύματα σε φίλους στην ηπειρωτική Κίνα μπορούν να οδηγήσουν στην έκδοση εκεί. Κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την αλήθεια, όσον αφορά τουλάχιστον το γράμμα του νόμου. Όμως τα γεγονότα των τελευταίων ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων βιβλιοπώλες από το Χονγκ Κονγκ έχουν εξαφανιστεί επειδή πουλούσαν εκδόσεις που έχουν απαγορευτεί στην ηπειρωτική Κίνα, και ακτιβιστές από το Χονγκ Κονγκ έχουν συλληφθεί και απομονωθεί από τον έξω κόσμο με το που περνούν τα σύνορα, δεν προσφέρουν και πολλές εγγυήσεις για να εμπιστευτεί κανείς ένα κόμμα που είναι ήδη διαβόητο για την απόδοση χαλκευμένων κατηγοριών και την καταστρατήγηση των νόμων όποτε αυτό το βολεύει. Ποιος ξέρει τι θα κάνει όταν ο νόμος έχει ψηφιστεί επισήμως.

Όποτε ανακύπτει το θέμα της Κίνας, η παράνοια αποτελεί τη σταθερή αντίδραση. Το απόγευμα της 12ης Ιουνίου, όταν είχε αρχίσει να διαλύεται το σύννεφο από τα δακρυγόνα, συνελήφθη ο ιδρυτής ενός φόρουμ στο Telegram το οποίο έχει πάνω από 10.000 ενεργά μέλη, και η αστυνομία τον διέταξε να ξεκλειδώσει το τηλέφωνό του. Η μαρτυρία του αποκαλύπτει ότι του είπαν πως, ακόμη κι αν αρνιόταν, θα χάκαραν έτσι κι αλλιώς το τηλέφωνό του. Στη συνέχεια οι ειδήσεις μετέδωσαν ότι εκείνη την περίοδο χρησιμοποιούσε ένα τηλέφωνο Xiaomi. Αυτά τα νέα έκαναν τον γύρο του διαδικτύου, με πολλούς να σχολιάζουν ότι η επιλογή τηλεφώνου ήταν τόσο θρασεία όσο και βλακώδης, αφού ο αστικός μύθος λέει ότι τα τηλέφωνα Xiaomi όχι μόνο έχουν μια «κερκόπορτα» που επιτρέπει στην Xiaomi να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες όλων ανεξαιρέτως των τηλεφώνων που έχει κατασκευάσει και να αποκτά των έλεγχο των πληροφοριών που υπάρχουν μέσα σε αυτό, αλλά και ότι η Xiaomi –καθώς οι διακομιστές της έχουν ως έδρα την Κίνα– αναρτά όλες τις πληροφορίες που αποθηκεύονται στο σύννεφό της στη βάση δεδομένων των απόλυτων αρχόντων του κόμματος. Είναι μάταιο να υποδείξεις ότι όσοι χρήστες ανησυχούν για αυτά τα πράγματα μπορούν να λάβουν μέτρα για να σφραγίσουν αυτές τις κερκόπορτες ή ότι η αφαίμαξη βασικών πληροφοριών μπορεί να ανιχνευτεί απλώς και μόνο ελέγχοντας τη χρήση δεδομένων στο τηλέφωνό σου. Η Xiaomi ουσιαστικά θεωρείται ως μια επιδέξια κατασκευασμένη συσκευή παρακολούθησης των Κομμουνιστών, και τα επιχειρήματα επ’ αυτού δεν είναι πλέον τεχνικής φύσης αλλά ιδεολογικής σε βαθμό δεισιδαιμονίας.

Αυτή η διάσταση «μετα-αλήθειας» του αγώνα, σε συνδυασμό με όλους τους ψυχοπαθολογικούς παράγοντες τους οποίους απαριθμήσαμε παραπάνω, καθιστά όλα όσα συμβαίνουν πιο περίπλοκα, πιο σαρωτικά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το φαντασιακό αποτελούσε την ώθηση των κοινωνικών αγώνων στην πόλη – το φαντασιακό μιας εθνικής κοινότητας, αβρής, ελευθερόφρονης, πολιτισμένης και με τον καθένα να μοιράζεται τις αρνητικές ελευθερίες που παρέχει ο νόμος, το φαντασιακό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας… Όποτε αυτά τα καταφατικά φαντασιακά διατρέχουν κίνδυνο, τυγχάνουν δημόσιας υπεράσπισης και άσκησης, μαζικά, και οι πωλήσεις των αντικειμένων που αναγράφουν «Είμαι πολίτης του Χονγκ Κονγκ» σπάνε τα ταμεία.

Αυτό είναι που προσδίδει στα τεκταινόμενα μια διακριτά συντηρητική, αντιδραστική γεύση, όσο ριζοσπαστικές και αποκεντρωμένες και να είναι οι μορφές δράσης. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως κολεκτίβα είναι να αναζητούμε τρόπους να ανατρέψουμε αυτό το φαντασιακό, να εκθέσουμε και να επιδείξουμε την κενότητά του σε μορφή και περιεχόμενο.

Αυτή την περίοδο, είναι σουρεαλιστικό ότι όλοι γύρω μας είναι τόσο βέβαιοι, τόσο σίγουροι για το τι πρέπει να κάνουν –να αντιταχθούν στον νόμο με κάθε μέσο που τους είναι διαθέσιμο–, ενώ οι λόγοι αυτής της πράξης παραμένουν τόσο δραματικά σκοτεινοί. Ενδεχομένως αυτή η πνιγηρή γκρίζα ζώνη να είναι και η θέση μας προς το παρόν –η οποία συνοψίζεται σ’ αυτή την τόσο διαδεδομένη έκφραση «περισσότερη δράση, λιγότερα λόγια»– πάνω σε μια αδυσώπητη ανάγκη να συμβαδίζουμε και να ενεργούμε μέσα σε μια ολοένα και επιταχυνόμενη ροή πληροφοριών γύρω μας. Από τόσες πολλές απόψεις, αυτό που βλέπουμε να διαδραματίζεται γύρω μας είναι η εκπλήρωση όλων όσα ονειρευόμασταν για χρόνια. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που θρηνούν για την «απουσία πολιτικής ηγεσίας», την οποία θεωρούν ως επιζήμια συνήθεια που έχει αναπτυχθεί μέσα στα χρόνια των αποτυχημένων κινημάτων, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτοί που έχουν συνηθίσει να αποτελούν τους πρωταγωνιστές των αγώνων, συμπεριλαμβανομένων και των εαυτών μας ως κολεκτίβα, έχουν ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Δεν είναι πλέον ζήτημα μιας μικρής «σκηνής» αγωνιστών που σκαρώνουν μια σειρά από τακτικές και προγράμματα και προσπαθούν να τα προωθήσουν στην κοινή γνώμη. «Η κοινή γνώμη» αναλαμβάνει δράση παντού γύρω μας, ανταλλάσσει τακτικές στα φόρουμ, επινοεί τρόπους για να ξεφύγει από την παρακολούθηση, για να αποφύγει τη σύλληψη με κάθε κόστος. Στον τομέα των οδομαχιών με την αστυνομία μπορούμε πλέον να διδαχθούμε μέσα σε ένα και μόνο απόγευμα περισσότερα απ’ ό,τι είχαμε μάθει συνολικά μέσα σε κάμποσα χρόνια.

Είναι εφικτό, εν μέσω αυτής της απνευστί επιτάχυνσης, να εισαγάγουμε έναν άλλο ρυθμό μέσα από τον οποίο θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε έναν συλλογικό αναστοχασμό πάνω στο σε τι έχουμε μετατραπεί και σε τι μετατρεπόμαστε καθώς βουτάμε με το κεφάλι μέσα στον χαμό;

Όπως κάθε φορά στεκόμαστε εδώ και πολεμάμε πλάι-πλάι με τους γείτονές μας αναζητώντας διακαώς φίλους.


Χειρόγραφα σημειώματα από διαδηλωτές τα οποία έχουν λιώσει μετά από ένα απόγευμα δυνατής βροχόπτωσης. Φωτογραφία του WWS από την Κολεκτίβα Τακ Τσεόνγκ Λέιν.

  1. Αφού συζητήσαμε την αρχική εκδοχή αυτού του άρθρου, ένας από εμάς εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με αυτή τη δήλωση, λέγοντας ότι δεν αποτελούσε μια απόλυτα ορθή ερμηνεία των γεγονότων. Παρόλο που ήταν αρκετοί αυτοί που αγνόησαν τις οδηγίες όσων κρατούσαν τα μικρόφωνα, άλλοι ήταν δεκτικοί απέναντί τους, τους έλαβαν υπόψη τους ενώ παράλληλα παρακολουθούσαν ενημερώσεις από διάφορα διαδικτυακά κανάλια μηνυμάτων. Πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων που κατέβηκαν στον δρόμο το κάνει για πρώτη φορά στη ζωή του και πολλές φορές μπορεί να κυριευτεί από τον πανικό – υπήρξαν σκηνές, για παράδειγμα, νέων ανθρώπων να καταρρέουν και να ξεσπούν σε λυγμούς μπροστά στα κορδόνια της αστυνομίας, και να πρέπει να μεταφερθούν από άλλους μακριά από τη γραμμή του πυρός. Αξίζει επίσης να περιγράψουμε τις προσωπικές μας εμπειρίες από την 21η Ιουνίου, όταν αρκετοί αποκλεισμοί κυβερνητικών κτιρίων οργανώθηκαν από διαδηλωτές μετά την αδυναμία της Διευθύνουσας Συμβούλου να ανταποκριθεί σε ένα λαϊκό τελεσίγραφο. Εκείνο το απόγευμα εκατοντάδες ήταν οι διαδηλωτές που έσπευσαν να προτείνουν, να συζητήσουν, να αξιολογήσουν και να αποφασίσουν με αυθόρμητο τρόπο αποδεικνύοντας ψευδείς τους υπαινιγμούς ότι αυτή η γενιά απλώς αποστρέφεται τον διάλογο φοβούμενη την αφομοίωση. Φυσικά, αμφιλεγόμενα φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους σε μια τέτοια προσπάθεια δημιουργίας μορφών λήψης αποφάσεων σε έναν λαϊκό αγώνα – η κατάληψη της εισόδου του αρχηγείου της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ, η οποία κράτησε μέχρι το πρωί, μετατράπηκε σε μια κατά κάποιον τρόπο πανωλεθρία, όταν η συζήτηση για το αν η κατάληψη θα έπρεπε να συνεχιστεί τέθηκε σε μια αμφισβητήσιμη ψηφοφορία. Επίσης, αναρωτιέται κανείς αν η ακέφαλη, άμορφη φύση του κινήματος, το οποίο αποτελείται από πρωτόπειρους νέους που επινοούν τα πράγματα στην πορεία, το καθιστά ευάλωτο στον σφετερισμό – το απόγευμα της 21ης ο Τζόσουα Γουόνγκ ήταν αυτός που συνένωσε διάσπαρτες ομάδες διαδηλωτών για να συγκεντρωθούν μπροστά από το αρχηγείο της αστυνομίας. Υποπτευόμαστε ότι αυτό οφείλεται περισσότερο στο γεγονός ότι όλοι είχαν εμφανιστεί στην περιοχή χωρίς μια ξεκάθαρη εικόνα του τι θα μπορούσαν να κάνουν, παρά στην ίδια την προσωπικότητα του Τζόσουα Γουόνγκ, αλλά η αναρώτηση παραμένει. 

  2. Ο στοχασμός πάνω στα ζητήματα που υφέρπουν στη φαινομενική ομοφωνία του «λαού του Χονγκ Κονγκ» θα μπορούσε να ξεκινήσει από την ερώτηση ποιον θεωρεί κάτοικο της πόλης αυτό το πλαίσιο, ποιον θεωρεί ως αυτό το φαντασιακό υποκείμενο. Έχουμε δει αδερφούς και αδερφές από το Νεπάλ και το Πακιστάν στους δρόμους, αλλά διστάζουν να γνωστοποιήσουν την εκεί παρουσία τους φοβούμενοι ότι μπορεί να θεωρηθούν τρα-μπούκοι στην υπηρεσία της αστυνομίας. 

  3. «Οι χώροι της θεσμικής εξουσίας εξασκούν μια μαγνητική έλξη στους επαναστάτες. Όμως όταν οι εξεγερμένοι κατορθώνουν να εισχωρήσουν σε κοινοβούλια, προεδρικά μέγαρα και άλλες έδρες θεσμών, όπως στην Ουκρανία, στη Λιβύη ή στο Ουισκόνσιν, τότε απλώς ανακαλύπτουν κενούς χώρους, κενούς από την άποψη της εξουσίας και επιπλωμένους χωρίς το παραμικρό γούστο. Αυτοί οι χώροι δεν φυλάσσονται τόσο καλά για να παρεμποδιστεί “ο λαός” από το να εισβάλει σε αυτούς και να «πάρει την εξουσία», αλλά για να μην του επιτραπεί να ανακαλύψει ότι η εξουσία δεν κατοικοεδρεύει πλέον στους θεσμούς. Το μόνο που υπάρχει εκεί είναι εγκαταλελειμμένοι ναοί, παροπλισμένα κάστρα, τίποτα παραπάνω από θεατρικά σκηνικά – πραγματικές παγίδες για τους επαναστάτες.» Στους φίλους μας, Η Αόρατη Επιτροπή. 

  4. Παρεμπιπτόντως, αυτή η απόπειρα ήταν αρκετά πιο αυθόρμητη και επιτυχής. Η αστυνομία δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένα πλήθος που καθόταν ειρηνικά με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και ένιωθε αβοήθητο όση ώρα επικυρώνονταν οι εξελίξεις, ξαφνικά, θα άρχιζε να προσπαθεί να σπάσει τις πόρτες του συμβουλίου διά της βίας, και ότι θα έσπαγε ορισμένα παράθυρα. 

  5. (Σ.τ.μ.) Κίνημα του Ηλιόσπορου: Κίνημα φοιτητών και ομάδων της κοινωνίας των πολιτών στην Ταϊβάν (Μάρτιος-Απρίλος 2014). Εναντιωνόταν στην Εμπορική Συμφωνία Εκατέρωθεν των Στενών που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση του εμπορίου των υπηρεσιών μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και του νησιού. Στις 18 Μαρτίου διαδηλωτές κατέλαβαν τη βουλή και πάνω από 100.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους για να τους υποστηρίξουν. 

  6. Τη νύχτα της 11ης Ιουνίου οι νεαροί πελάτες του McDonald’s στο Ναυαρχείο υποβλήθηκαν όλοι ανεξαιρέτως σε σωματική έρευνα και καταγράφηκαν τα στοιχεία ταυτότητάς τους. Στις 12 Ιουνίου έκανε τον γύρο του διαδικτύου ένα βίντεο που έδειχνε έναν νεαρό άνδρα να μεταφέρει μια παλέτα με εμφιαλωμένο νερό στους διαδηλωτές και να ξυλοκοπείται από μια διμοιρία της αστυνομίας που έκανε χρήση των γκλομπ της. 

  7. (Σ.τ.μ.) Τάνκηδες (tankies): Μειωτικός όρος για τα μέλη του βρετανικού Κ.Κ. που στήριζαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Ε.Σ.Σ.Δ. τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος επεκτείνεται και σε όσους στηρίζουν μια επέμβαση του κινεζικού στρατού στο Χονγκ Κονγκ. 

  8. Για να παραθέσουμε δυο αρκετά διαφορετικά παραδείγματα, αυτά συμπεριλαμβάνουν τη λαϊκιστική, ξενοφοβική και ακραιφνώς αντικομμουνιστική Apple Daily και τη Hong Kong Press, μια ανεξάρτητη, αγγλική, διαδικτυακή φυλλάδα της «άγριας φιλελεύθερης» συνομοταξίας, η οποία διευθύνεται από εκπατρισμένους και τρέφει συμπάθεια προς τους νεαρούς τοπικιστές/νατιβιστές ηγέτες.